- βροδοδάκτυλος
- βροδοδάκτυλος, -ον (Α)(αιολ. τ.) ροδοδάκτυλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βροδοδάκτυλος — rosy fingered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροδοδάκτυλος — η, ο / ῥοδοδάκτυλος, ον, ΝΜΑ και ροδοδάχτυλος, Ν, και αιολ. τ. βροδοδάκτυλος, Α (συν. ως επίθ. τής Ηούς, τής αυγής) αυτή που έχει ρόδινα δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον / βρόδον + δαχτυλος / δάκτυλος (< δάκτυλον), πρβλ. σιδηρο δάκτυλος] … Dictionary of Greek